- ἐνδιαχειμάζω
- ἐνδιαχειμάζω,A winter in,
νήσῳ Str.2.3.4
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νήσῳ Str.2.3.4
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ενδιαχειμάζω — ἐνδιαχειμάζω (Α) διαχειμάζω σε κάποιον τόπο … Dictionary of Greek